Με λένε Αντωνία. Στην Cookpad με γνωρίζετε σαν donnacsg. Είμαι μετανάστης στην Ολλανδία εδώ και 10 χρόνια και έχω να δω τους γονείς μου από κοντά από το 2019 που κατεβήκαμε στην Ελλάδα την τελευταία φορά. Την φορά εκείνη λοιπόν είχα ζητήσει απ’ τους γονείς μου να μου πουν επιτέλους πώς μαγειρεύεται το περιβόητο ξυδάτο χταπόδι της γιαγιάς του μπαμπά μου που είχε αυτήν την συνταγή κι αυτή από την μάνα της, όταν ζούσαν ακόμα στο Αϊβαλί πριν την Μικρασιατική καταστροφή.

Ποια ήταν όμως αυτή η γιαγιά, πώς βίωσε τον ξεριζωμό, πώς βιοπορίστηκε μετά και τι απέγιναν τα μέλη της οικογένειας της δεν είχα ποτέ τον χρόνο να ρωτήσω μέσα στις διακοπές μας και αυτήν την αφορμή μου την δώσατε εσείς. Ρώτησα λοιπόν τον πατέρα μου περιμένοντας ότι δεν θα ξέρει και πολλά να μου πει, αφού η μητέρα του ήταν μόνο 4ων χρόνων όταν άφησαν πίσω το σπίτι τους στις Κυδωνιες ή αλλιώς στο Αϊβαλί που είναι η Τουρκική ονομασία της πόλης, ενώ την γιαγιά του την πρόλαβε μόνο μέχρι τα 10 του χρόνια. Κι όμως ήξερε τα πάντα γιατί μεγάλωνε με την γιαγιά που του έλεγε ξανά και ξανά την ίδια ιστορία για το πώς έγιναν όλα, για τα σπίτια της οικογένειας που άφησαν στρωμένα και καθαρά και για τον άντρα της που, αν και ήξερε ότι τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι, τον περίμενε μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής της.
“Η προγιαγιά μου η Δέσποινα λοιπόν προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας της ο Παράσχος ήταν γαιοκτήμονας με καλλιέργειες ελαιόδεντρων και αμπέλια και μάλιστα το λάδι και το κρασί το έκαναν εξαγωγή στην Γερμανία τα τελευταία χρόνια πριν τον διωγμό. Η μητέρα της η Κατίνα ήθελε να την καλοπαντρέψει και δεν της έκανε κανένας γαμπρός για την Δέσποινα. Μετά κιόλας απ’ την παρακατιανή που είχε πάρει με το “έτσι θέλω” ο γιος της ο Αλέξης. Την μικρή τους κόρη, την Ελένη, την είχαν δώσει στον υπάλληλο που είχαν επιστάτη στα χωράφια τους, στο δεξί χέρι του Παράσχου που ήταν σκληρός και απάνθρωπος απέναντι στους Τούρκους παραγιούς που είχαν στην δούλεψη τους. Τελικά στα 25 της σταμάτησαν πια τα προξενιά και οι προτάσεις γάμου, και έτσι ο πατέρας της την πάντρεψε με έναν 35άρη έμπορο από την Λήμνο που είχε μείνει χήρος και την είχε βάλει στο μάτι. Την ήθελε τόσο, που παράτησε την Λήμνο και εγκαταστάθηκε στις Κυδωνίες. Ο αδερφός της ο Αλέξης μετοίκησε στην Μυτιλήνη στις αρχές του 1922, λίγους μήνες πριν τον διωγμό. Η αδερφή της η Ελένη έμεινε χήρα. Η κακή συμπεριφορά του είχε φτάσει στα άκρα και έτσι μια βδομάδα πριν την Τουρκική εισβολή στην πόλη, Τούρκοι στρατιώτες τον εκτέλεσαν μέσα σε ένα από τα χωράφια τους ενώ ήταν πάνω σε ένα δέντρο και μάζευε ελιές. Έτσι η Ελένη έμεινε με τον γιο της ο οποίος ήταν 18 χρονών.
Η προγιαγιά μου η Δέσποινα έμεινε με τον άντρα της τον Παρασκευά παντρεμένη 9 χρόνια. Το 1922 ήταν 34 ετών με 3 παιδιά ηλικίας 7, 4ων και 1,5 έτους, και έγκυος στο 4ο παιδί. Στο Αϊβαλί είχαν ήδη μάθει για την εισβολή των Τούρκων στην Σμύρνη και για να αποφύγουν την καύση της πόλης τους οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή υποδοχής του Τουρκικού στρατού. Ο επικεφαλής του στρατεύματος σταμάτησε και έδωσε εντολή να εκδιωχθούν από την πόλη τα γυναικόπαιδα και όλοι οι άντρες άνω των 18 να συγκεντρωθούν και να εκτελεστούν. Στην πόλη επικρατούσε πανικός. Οι στρατιώτες τους έδιωχναν απ’ τα σπίτια τους κακήν κακώς. Ο προπάππους ο Παρασκευάς της είπε “Πρέπει να πάω, όμως όπου κι αν πας θα έρθω να σε βρω. Να προσέχεις τα μωρά”. Κι εκείνη έβαλε μερικά ρούχα μέσα σε ένα σάκο, πήρε τα παιδιά της και κατέβηκε στο λιμάνι. Μέσα στον πανικό και την φασαρία προσπαθώντας να βολέψει τα 2 παιδιά και το σάκο με τα πράγματα τους στην βάρκα, έχασε την τετραχρονη κόρη της, την Μαριάνθη, την γιαγιά μου. Μόλις το κατάλαβε, είδε την αδερφή της να έρχεται για να μπει στη βάρκα μαζί με τον γιο της που, αν και ήταν 18 χρονών, του είχε φορέσει η μάνα του κοντό παντελονάκι και, μικροκαμωμένος καθώς ήταν, τον πέρασαν για μικρότερο και τον άφησαν να μπει στη βάρκα. Άφησε λοιπόν η προγιαγιά μου η Δέσποινα τα 2 άλλα της παιδιά με την αδερφή της και έτρεξε να βρει το κοριτσάκι της. Πλησίασε έναν στρατιώτη και έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας και τον παρακάλεσε να βρει το παιδί της. Εκείνος την χτύπησε με την πίσω πλευρά του όπλου του στον σβέρκο και εκείνη λιποθύμησε απ’ τον πόνο. Όταν συνήλθε, ήταν μέσα στη βάρκα μαζί με όλα της τα παιδιά και έφταναν στην Λέσβο. Για το μωρό που είχε στην κοιλιά της μιλούσε σπάνια. “Πέθανε”, έλεγε, αλλά το πώς, πού, πότε, δεν το συζητούσε, γιατί με το που της το ανέφερες, έβαζε τα κλάματα. Στην Λέσβο τους πήγαν σε ένα χωριό που έμεναν κυρίως Τούρκοι και μετονομάστηκε σε Νέες Κυδωνιές, γιατί το χωριό δεν είχε καν Ελληνικό όνομα. Τους έδιναν χωράφια με κλήρο για να καλλιεργήσουν και να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Λίγες μέρες μετά, έφτασε στο χωριό ένας άντρας απ’ το Αϊβαλί που είχε γλιτώσει την εκτέλεση. Τους είπε πως μετέφεραν όλους τους άντρες έξω απ’ την πόλη, τους έβαλαν να ανοίξουν ένα μεγάλο λακο και τους έστησαν στην σειρά για να τους εκτελέσουν. Ο άντρας αυτός λιποθύμησε και έπεσε στο λάκκο, πλακώθηκε απ’ τα πτώματα και, όταν συνήλθε, για καλή του τύχη, οι Τούρκοι είχαν φύγει και πέρασε στην Λέσβο κολυμπώντας. Τους είπε λοιπόν να μην περιμένουν άδικα και πως όλοι είχαν σκοτωθεί. Η Δέσποινα λοιπόν αποφάσισε να κατέβει στην πόλη της Μυτιλήνης και να ζητήσει δουλειά στα καπνεργοστάσια. Έμεναν σε ξύλινες παράγκες μέσα στο κάστρο της Μυτιλήνης. Την έβαλαν στη δουλειά και αργότερα και το γιο της και την κόρη της από τα 12 τους χρόνια, για να μπορέσουν να ζήσουν και να νοικιάσουν επιτέλους ένα σπίτι με σκεπή που να μην τρέχει νερά όταν βρέχει και να ‘χει τσιμέντο κι όχι χώμα αντί για πάτωμα. Παρόλο που ήξερε ότι ο άντρας της είχε πεθάνει έμεινε στη Λέσβο 20 χρόνια περιμένοντας τον να πάει να την βρει. Και αργότερα, όταν την πήρε η κόρη της, φύγαν απ’ το νησί και τακτοποιήθηκαν στην Καβάλα, έστελνε γράμματα στον αδερφό της και τον παρακαλούσε να ρωτάει στις Νέες Κυδωνιές μήπως είχε ακούσει κανείς κάτι για τον άντρα της τον Παρασκευά.
Την μόνη συνταγή που κράτησε ήταν το ξυδάτο χταπόδι που άρεσε στον άντρα της και το έτρωγε σαν σαλάτα. Έλεγε η γιαγιά Δέσποινα, με όλα το συνδύαζε ο παππούς. Τα χταπόδια τότε ήταν για πέταμα, δεν είχαν αξία και έτσι μπόρεσε να διατηρήσει την συνταγή χωρίς να την ξεχάσει, αλλά σε γενικές γραμμές μαγείρευε ό,τι έβρισκε. Φαγητά πολύ πολύ απλά που δεν είχαν καμία σχέση με την πλούσια και άνετη ζωή που είχε στο Αϊβαλί. “
Αυτά και άλλα πολλά για την μετέπειτα ιστορία της οικογένειας μου είπε ο πατέρας μου την Κυριακή. Σας ευχαριστώ πολύ για την αφορμή που μου δώσατε να τα μάθω όλα αυτά και να σας τα μεταφέρω…
Απάντηση