Οι Μικρασιάτισσες νοικοκυρές και τα γλυκά-κεντήματα

Η Κα Ρούλα Μητράκου, η πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Καλαμάτας, μας άνοιξε το σπίτι της και την καρδιά της και μας μίλησε για το πώς ζούσαν οι πρόσφυγες μέσα τον Συνοικισμό της Καλαμάτας που μεγάλωσε, αλλά και πώς γέμισαν το τραπέζι τους οι Μικρασιάτισσες. Μνήμες και ιστορίες πολύτιμες, για να θυμούνται οι παλιοί και να μάθουν οι νεότεροι.

“Τούρκοι και Έλληνες ζούσανε αρμονικά μαζί. Και οι Τούρκοι βοήθησαν τους Ελληνες. Να φανταστείτε ως 22 χρονών που παντρεύτηκα δεν είχα φάει χοιρινό, δεν το μαγείρευαν στο σπίτι μου, σε σεβασμό στους Τούρκους που ζούσαν μαζί. Και όταν ακούω να βάζουν στα σουτζουκάκια χοιρινό κιμά, εκνευρίζομαι. Βάζανε αρνί ή κατσίκι. Στα Βόρεια βάζανε μόνο χοιρινά. Ανταλλάσσανε φαγητά και τους δίνανε, είχαν σύρτα-φέρτα, και το διατηρούσαν στη γειτονιά. Εμείς ακόμα το έχουμε.

Η γιαγιά μου δεν μαγείρευε ποτέ της Πατρίδας της φαγητά. Της έλεγα “Γιαγιά, γιατί δεν φτιάχνεις τα φαγητά της πατρίδας;” “Πουλάκι μου, τι να σου φτιάξω με αυτά τα υλικά, όταν πάμε απέναντι, θα πάρουμε δικά μας υλικά και θα σου φτιάξω”. Το πιστεύανε ότι θα γυρίσουν. Και το σπίτι τους το αφήσανε στην πένα, ώστε και οι Τούρκοι μην μπούνε μέσα και το βρουν ακατάστατο, αλλά και αυτοί να το βρουν καλό όταν γυρίσουν. Δεν γυρίσανε ποτέ. Όταν πήγα εγώ, με βάλανε όλες οι γειτόνισσες να περάσω από τα σπίτια τους. Με είχαν και μου λέγανε πού θα στρίψω για το σπίτι του καθενός. Μου ζήτησαν να πάρω και χώμα. Και πράγματι τους έφερα. Και όποιος πέθαινε από τη γειτονιά, του πήγαινα και λίγο. Και στο τέλος έμεινε η γιαγιά μου και ρώταγε σε κάθε κηδεία αν έμεινε άλλο! Με το ζόρι κράτησα λίγο και γι’ αυτήν, τις ξεπάστρεψε όλες! Ήθελε να την θάψω εκεί. “Πατρίδα είναι εκεί που άφησα τους νεκρούς μου”, έλεγε.

Οι Σμυρνιές με τις Κωνσταντινοπολίτισσες… μεγάλη διαφορά. Οι Σμυρνιές ήταν σε μητριαρχικές οικογένειες, γιατί οι άντρες ταξίδευαν στην Ευρώπη, ενώ οι Κωνσταντινοπολίτισσες ήταν σε αντροκρατούμενες οικογένειες, δεν κυκλοφορούσαν εύκολα μόνες τους, όλο “Αχ τζιέρι μου, τον άντρα μου”. Οι Σμυρνιές ήταν “Αυτό που είπα θα γίνει!”, όχι βέβαια ότι δεν πρόσεχαν τους άντρες τους… Αλλά είχαν γνώμη, δεν ήταν υποχείρια. Ο παππούς μου όλο “Ναι Κατερινιώ” έλεγε, αν κόταγε ας έλεγε όχι!

Όταν ήρθανε εδώ δεν τους αποδέχτηκε η τοπική κοινωνία, περάσανε πολλά χρόνια. Περνούσες και μύριζε η γειτονιά κανέλα και γαρύφαλο.

Η Κυρά Δέσποινα όταν έφτιαχνε γεμιστά, είχε εδώ έξω ένα νεροχύτη μαρμάρινο, τον έτριβε και γυάλιζε. Έπαιρνε τη μελιτζάνα και την έτριβε στον πάγκο να μαλακώσει. Και όπως πίεζε, έβλεπα τα χρυσά της δόντια και πολύ μου άρεσε.

Όταν κάνανε συγκομιδή της μπάμιας, την φτιάχνανε κομπολόγια και την κρεμάγανε σε σκιερό μέρος για τον χειμώνα. Τις μελιτζάνες τις γουβώνανε και τις περνούσαν σε κλωστή. Όποτε τις θέλανε, τις βάζανε σε νερό και επανέρχονταν. Τα χόρτα τα κάνανε δεμάτια και τα αποξήραιναν σε σκιά, όπως κάνουμε τη ρίγανη. Το καλοκαίρι, όποτε θέλανε χόρτα, τα βάζανε σε ζεστό νερό και είχαν πάλι φρέσκα χόρτα. 

Είναι μεγάλο πράγμα να έχεις δρόμο, να έχεις μια κοινή αυλή για όλους, εδώ γίνονταν γάμοι, γλέντια, γιορτές… Φέρνανε φαγητά, τραπέζια… Κι όλο μιλούσαν για τα περασμένα. Τόσος καημός, άλλη έλεγε πώς της σκοτώσαν τον άντρα, άλλος πώς έχασε τους γονείς, ακούγαμε κι εμείς τα παιδιά και στεναχωριόμασταν. Και να δεις πώς το γυρνάγανε στο τραγούδι για να μη μας στενοχωρήσουν…

Οι μικρασιάτισσες τα γλυκίσματά τους τα κεντούσαν όπως τα ασπροκέντια τους. Ό,τι κάνανε για τις προίκες, κάνανε και για τα γλυκίσματα. Για παράδειγμα το “ισλί” σημαίνει κεντημένο. Είναι παραδοσιακό γλυκό των Χριστουγέννων, αλλά το φτιάχναν και σε αρραβώνες, γάμους, σε χαρές. Τη ζύμη την φτιάχνανε με λάδι, πορτοκάλι, αλεύρι, κανέλα, γαρύφαλλο και κάνανε πιταράκια. Τα γεμίζανε με καρύδι και το κλείνανε. Του δίνανε το σχήμα του δέντρου, τρίγωνο που συμβολίζει τη ζωή. Προστατεύαν το καρύδι όπως άνοιγαν τα σεντούκια τους και κρύβαν τις αναμνήσεις τους. Μερικές είχαν τσιμπιδάκι και το κεντούσαν, είτε με 2 πιρούνια και το κένταγαν. Θέλει πολλή τεχνική όμως. Μια οριζόντια, μια κάθετα. Τα ψήνανε στο φούρνο, τα σιροπάρανε και τα δίνανε. Όταν αρραβωνιαζόταν μια κοπέλα τα φτιάχνανε τετράγωνα και βάζανε καρύδι, στάρι, ρύζι και αυτό ήταν το κάλεσμά τους… Γαρύφαλλο, φουντούκια, κουφέτα…

Φτιάχνανε και αετούδια, με το δικέφαλο αετό (σφραγίδα). Τα φτιάχνανε την Πρωτοχρονιά, τα σφραγίζανε με την ειδική σφραγίδα με τον δικέφαλο, τους βάζανε ματάκια με γαρύφαλλο, τα βάζανε στην πιατέλα και τα τοποθετούσαν στο τραπέζι την Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Βάζανε πάντα βούτυρο καλό, βουβαλίσιο- “τα βουτύρατα”, έλεγαν, “καλά βουτύρατα θα βάλεις, αυγό”. Κρατάγανε το αγνό βούτυρο.

Τα κρατούσε στα χέρια αυτός που είχε την πρώτη θέση στην πατριαρχική οικογένεια (συνήθως δηλαδή ο παππούς) και το σήκωνε ψηλά λέγοντας: “Όσο ψηλά πετάει  ο αετός, τόσο ψηλά να πετάει και η οικογένεια”. Το κατέβαζε, το ξανανέβαζε: ”Όσο περήφανος είναι ο αετός, τόσο να είναι και η οικογένεια”. Μετά περνούσε ένας ένας, του φύλαγε το χέρι και έπαιρνε ένα. Εμείς το κάνουμε κάθε πρωτοχρονιά στο σύλλογο . 

Επίσης βάζανε μια πιατέλα με σπόρια, να έχουν όλο το χρόνο καλή σπορά και ευφορία στο σπίτι.

Η γιαγιά μου κάθε Τετάρτη αντάλλασσε επισκέψεις με τη φίλη της. Ντυνόταν, στολιζόταν, έβαζε λεμόνι στα χέρια της και έκανε τα μαλλιά της και περίμενε τη Μαριγώ. Στο στόμα της είχε γαρύφαλλο – “για να μοσχοβολάνε οι λέξεις μας”, έλεγε.”

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Up ↑

Αρέσει σε %d bloggers: