“Η γιαγιά μου ήταν από το Κελεμπέσι απέναντι από τη Σάμο. Ήταν ορεινό χωριό, αγροτικό, αλλά είχαν μεγάλη περιουσία. Εκεί ήταν όλοι τουρκόφωνοι, λίγοι ήταν οι Έλληνες, γι΄αυτό περνάγανε απέναντι και άμα βρίσκανε κανά καλό παιδί, και μικρά να ήταν τα κορίτσια τα παντρεύανε για να μην πάρουν Τούρκο. Έτσι και τη γιαγιά μου, την παντρέψανε με Σαμιώτη, γέννησε τον πατέρα μου κι έγινε η καταστροφή και φύγανε.
Ο παππούς σκοτώθηκε. Η γιαγιά μου ετοιμάστηκε να φύγει με τη μάνα της, τον πατέρα μου 6 μηνών και τον ανηψιό της 7 χρονών παιδί. Στον πατέρα μου είχε βάλει μέσα στην κουβερτούλα του μια εικόνα και μια αρμαθιά φλουριά και τον έδωσε στην αδερφή της να της τον προσέχει για λίγο. Η αδερφή της όμως παράτησε το μωρό και πήρε τα φλουριά. Τι να κάνει η γιαγιά μου, είπε στον ανηψιό της και στη μάνα της να κρυφτούν για λίγο μπαίνοντας κάτω από ένα καζάνι που κουβαλούσαν και πήγε κι έψαξε το παιδί της. Μέσα στο πλήθος είδε από μακριά την εικόνα και βρήκε και το παιδί. Τα φλουριά τα είχε πάρει η αδερφή της, την αξία της εικόνας δεν την γνώριζε. Την ώρα που έπαιρνε το παιδί, την έφτασαν οι Τούρκοι. Μέσα στον πανικό, την βρήκε ένας Τούρκος που είχαν στα χωράφια “Ευθυμία, τι κάνεις εδώ;” “Έψαχνα το παιδί”, του λέει. Την πήρε αγκαλιά, την έβαλε στο άλογο και την πήγε να βρει τη μάνα και τον ανηψιό της και μάλιστα τους έδωσε λεφτά. “Να κάνω τίποτε άλλο δεν μπορώ”, της είπε, “θα με σκοτώσουν”.
Φτάσαν στα παράλια, στην Σάμο, αλλά δεν τους καλοδέχτηκαν, παρότι είχαν σόι. Δεν τους θέλανε, ούτε τα λεφτά τους, φοβηθήκανε ότι θα τους πάρουν τις περιουσίες και τους άνδρες τους. Ζηλεύανε που ήταν νοικοκυρές. Περάσανε βάσανα… Τα βάσανά τους όμως δεν ήθελαν να τα λένε. Πολλές δεν τα είπανε ποτέ. Η γιαγιά μου μόνο στο γιο μου τα είπε, που του ‘χε αδυναμία.
Η γιαγιά μου μαγείρευε παραδοσιακά. Μαγείρευε πολλά, έκανε ωραίους ντολμάδες, αλλά και με κρεμμύδι, όχι μόνο κληματόφυλλα, μαρούλι ή λάχανο. Τα χοντρά κρεμμύδια τα χάραζε, τα έβραζε για 10 λεπτά, τα έβαζε σε κρύο νερό και αυτά φεύγανε. Τα μικρά κρεμμύδια τα έστρωνε στην κατσαρόλα και έφτιαχνε τον κιμά, αρνί με μοσχάρι, μαϊντανό, κρεμμύδι έτριβε και έβαζε κύμινο. Και τα δίπλωνε και τα έβαζε πάνω από τα μικρά κρεμμύδια. Όταν τελείωνε, έλιωνε πελτέ και έριχνε μπαχάρι, κανέλα, κύμινο, λάδι, αλάτι, πιπέρι. Από πάνω έβαζε ένα πιάτο και μια κούπα με νερό για να είναι σταθερό, και τα έβραζε σε φουφού. Ακόμα τα κάνω, ήταν το αγαπημένο μου. Έφτιαχνε γαλατόπιτες και μπουγάτσες στο τηγάνι που το άνοιγε μόνη της το φύλλο. Τα πιάτα πήγαιναν από το ένα σπίτι στο άλλο…

Άμα είχε γιορτή, ποτέ δεν έφτιαχνε 1 φαΐ, έφτιαχνε 5-6 φαγητά. Έφτιαχνε πάντα αυτό το ένα μεζεδάκι με μελιτζάνες. Αυτό ήταν ένα γιορτινό, νηστίσιμο μεζεδάκι για ουζάκι, αλλά και γιορτές.

Όταν παντρεύτηκα, εγώ δεν είχα ξαναμαγειρέψει, η γιαγιά μαγείρευε. Με είχε όμως πάντα δίπλα της, σαν παιδί, μου έδενε ένα μαντήλι στο κεφάλι μην πέσει καμιά τρίχα και με άφηνε να την βλέπω να μαγειρεύει. Εγώ πρώτη φορά μαγείρεψα φασολάκια, όταν παντρεύτηκα, λες και το είχα κάνει 100 φορές, τόσες φορές που την είχα δει. Η γιαγιά μου είχε τις παραδόσεις της. Όταν ερχόταν ο άντρας, έπρεπε να του πλύνει τα πόδια, να τα καθαρίσει, να βάλει παντόφλες. Έτσι, όταν παντρεύτηκα, βλέπω τη γιαγιά μου πριν έρθει ο άντρας μου από το μαγαζί, να φέρνει μια λεκάνη με ζεστό νερό. Μπαίνει και ο Νίκος μέσα. “Τι θα κάνεις της λέω;; ” Αμολάει ο Νίκος κάτι γέλια: “Τι είπες, κουλός είμαι που θα μου πλύνεις τα πόδια;” “Έτσι το έχουμε εμείς, αν δεν πλύνεις τα πόδια του άντρα, δεν είσαι σωστή γυναίκα…”
Η ιστορία της γιαγιάς Ευθυμίας, όπως μας την διηγήθηκε η εγγονή της κα Σοφία, μέλος του Συλλόγου Μικρασιατών Καλαμάτας. Την ευχαριστούμε θερμά, που μας άνοιξε την καρδιά της και μαγείρεψε μαζί μας, καθώς και την πρόεδρο του συλλόγου κα Ρούλα Μητράκου που μας υποδέχθηκε στο σύλλογο τόσο εγκάρδια.
Απάντηση