Η γιαγιά η Αντωνιά και η κουζίνα μιας άλλης εποχής

Οι παππούδες μου, από την μεριά του μπαμπά μου, ήταν Μικρασιάτες. Ήμουν πολύ μικρή όταν τους έχασα, αλλά την μετάδοση της οικογενειακής ιστορίας μας ανέλαβε η αγαπημένη θεία Κική. Μας μίλησε λοιπόν για ό,τι ήξερε, αλλά και ό,τι θυμόταν από την γιαγιά της τη Μαρία, αλλά και τις αναμνήσεις της από τους άλλους πρόσφυγες στον Συνοικισμό στο οποίο μεγάλωσε. Ιστορίες που μοιάζαν φανταστικές, αλλά και τόσο οικείες συγχρόνως και που δεν πρέπει να χαθούν.

Για πες μας λίγα λόγια για τη γιαγιά σου.

– Η γιαγιά η Μαρία ήταν της μάνας μου η μάνα. Εδώ όμως την φωνάζαν Αντωνιά, επειδή λέγανε τον παππού Αντώνη και έτσι κανείς δεν την ήξερε Μαρία. Η γιαγιά έκανε 13 παιδιά, αλλά δεν ήρθαν όλα στην Ελλάδα με την καταστροφή. Ήταν μοναχοκόρη και ο πατέρας της είχε φούρνο στο Τσεσμέ και την πάντρεψε με το παιδί που είχε μέσα. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, την μεγάλη κόρη της την Δέσποινα, που ήταν πολύ όμορφη, την έντυσε γριά να μην της κάνουν κακό. Της έδωσε ένα κουτί με τα χρυσαφικά που της είχαν χαρίσει κάθε φορά που έκανε ένα παιδί και της είπε “Γύρνα στο σπίτι, σκάψε στον κήπο κάτω από τη ροδακινιά και θάψτο, άμα θα γυρίσουμε, θα το βρούμε.” Η Δέσποινα το έκανε, αλλά δεν πρόλαβε το καράβι και φύγανε όλοι και το κορίτσι έμεινε εκεί. Την πήρε ο Ερυθρός Σταυρός, την πήγε στη Μυτιλήνη και εκεί έγινε υπηρέτρια. Κι από τις δουλειές, άμαθο κορίτσι, έπαθε ραχιτισμό και πέθανε και κανείς δεν έμαθε πού το είχε βάλει τελικά. Και πάνε τα κοσμήματα και δεν ξαναείδε και το παιδί της η γιαγιά.

-Τι μαγειρεύαν οι πρόσφυγες;

– Έλεγε η μάνα μου, “Να φτιάξουμε λίγο ψουρούκι;” Τι ήταν το ψουρούκι;;; Έπιαναν λίγο αλεύρι και νερό και το έκαναν έτσι έτσι, σαν πρόχειρο ζυμαρικό. Το φέρανε από την πατρίδα. Η μάνα μου το είχε για φαΐ βραδινό, κάτι ζεστό για να ρουπώνουμε. Το τρώγαμε σα σούπα. Ήταν το εύκολο φαγητό σαν συμπλήρωμα. “Θα μας φτιάξεις γιαγιά ψουρούκι;;;” Χαρά εμείς που μας έφτιαχνε ψουρούκι! Καβούρδιζε και ψωμάκι, το ζεμάταγε με λάδι και όπως ήταν ζεματισμένο, το πέταγε μέσα στη σούπα. Φτιάξανε διάφορα φαγητά, γιατί εδώ δεν είχαν τα καλά που είχαν εκεί. Ήταν καταφρονεμένοι. Προσπαθούσαν να αυτοσχεδιάσουν. Εκεί γίνονταν με άλλα υλικά, με σιμιγδάλι, με αυγά.

Θυμάμαι όταν μας έφτιαχνε τους κεφτέδες, τους αλεύρωνε και στο αλεύρι που έμενε έριχνε νεράκι, το ‘κανε ζυμάρι και μας ζύμωνε κουλουρούκια. Και μετά τα έριχνε και τα τηγάνιζε στο λάδι από τους κιεφτέδες. Πωπωωωω τι νοστιμιά ήταν αυτή… Τέτοια απόλαυση …. Για να μας χορτάσει τα έκανε.

-Δεν πετάγανε τίποτα, ε;

-Τίποτα δεν πετάγανε, τίποτα τίποτα. Τι να πετάξουν μωρέ οι ανθρώποι, δεν είχανε να φάνε, δουλειές δεν υπήρχαν, μέχρι να ορθοποδήσουν υπήρχε δυστυχία.

Τη γιαγιά τη θυμάμαι που έκανε μακαρόνια με βελόνες του πλεξίματος. Ζύμωνε αλεύρι, έκοβε μπουκίτσες-μπουκίτσες, το άπλωνε και το τύλιγε στη βελόνα. Το τράβαγε και έκανε μακαρόνι με τρύπα.

Κι εκείνα τα ρεβίθια… Μας έλεγε η μάνα μου: “Σήμερα θα φάμε γαρίδες” τάχα, γιατί η γαρίδα ήταν αριστοκρατικό φαγητό. Και το βράδυ πάλι στρώναμε τραπέζι, γιατί εμείς δεν τρώγαμε ενδιάμεσα και πεινάγαμε. Και στα ρεβίθια που έμεναν, έριχνε νερό και ρύζι, για να φτάσει το φαγητό. Αχ, και μια μέρα έβλεπα τηλεόραση και το φτιάχνανε και το είπανε γκουρμέ. Τι γκουρμέ, εμένα το έκανε η μάνα μου!

-Τι συνήθειες είχατε, τις Κυριακές, τις γιορτές;

Α, η Κυριακή ήταν ιερή ημέρα. Έπρεπε απαραιτήτως να μην λείπει κανείς από το τραπέζι και τότε έφτιαχνε το καλό φαγητό η μάνα μου. Έπαιρνε τα μεγαλύτερα στην εκκλησία, και το μεσημέρι καθόμασταν, τρώγαμε, λέγαμε ιστορίες, τραγουδάκια. Κι έλεγε η μάνα μου αστείες ιστορίες. Μου έχουν μείνει αυτά. Ενώ δεν ήταν καλά χρόνια, ήταν ευχάριστα, συγκεντρωμένοι όλοι.

-Χρησιμοποιούσαν μπαχαρικά, βότανα;

-Χρησιμοποιούσαν πολλά μπαχαρικά, επί τω πλείστω κανέλα. Και τίποτα άλλο να μην είχαν, σακουλάκια είχανε, πηγαίνανε και βρίσκανε. Πάντα η γιαγιά είχε ένα σωρό σακουλάκια μπαχαρικά, μυρωδικά τα λέγανε. Και από βότανα το τσάι του βουνού είχαν πολύ, το δεντρολίβανο, το μαζεύανε όταν ήταν ανθισμένο και το ξεραίνανε, όπως κάνουμε με τη ρίγανη. Καφέ φτιάχνανε με ρεβύθια ή κριθάρι. Πηγαίνανε οι γειτόνισσες η μια με την άλλη. “Τι θα πιούμε σημέρα; Ρεβυθοκαφέ έχεις;”, έλεγε η μία. “Έχω και κριθαροκαφέ”, έλεγε η άλλη. Η γιαγιά είχε ένα ξύλινο γουδί. Τα ρεβύθια, αφού τα είχαν βράσει, τα ξέραιναν και τα καβούρδιζαν και γινόντουσαν πολύ σκούρα. Τα κοπανάγανε στο γουδί, τα κοσκινίζαν και γινόταν ο καφές. Κάνανε πολύ παρέες οι πρόσφυγες, γιατί δεν είχαν άλλη διασκέδαση. Φύγανε από τον τόπο τους, ριμαχτήκανε.

-Η γιαγιά είχε τετράδιο συνταγών;

-Η γιαγιά από το μυαλό της τις είχε τις συνταγές. Έκανε πολύ ωραίο παστίτσιο. Έβαζε όμως πολλές μυρωδιές, πολλά αρώματα και αυτό το θυμάμαι. Δεν μπορώ να το φτιάξω εγώ όπως το έφτιαχνε αυτή. Αυτά τα μυρωδικά ήταν αξέχαστα, δεν υπήρχε φαΐ που να μην του είχαν ρίξει μέσα και πολλή κανέλα, την είχαν σα φάρμακο. Γι’ αυτό το παστίτσιο το θυμάμαι, είχε πολλή κανέλα.

Έφτιαχνε και πολλούς, πάρα πολλούς και ωραίους ντολμάδες με αμπελόφυλλα. Και στους κεφτέδες, το κιμά τον έκοβαν με το μαχαίρι μεγάλα κομμάτια, έτρωγες κατευθείαν κρέας. Η γιαγιά έφτιαχνε και παστουρμά. Με τι κρέας, δεν μπορώ να θυμηθώ. Το έκανε αρμαθιές, το κρέμαγε και το αποξήρανε και το είχαμε για το χειμώνα. Πώς το κόβανε τόσο ψιλό ψιλό…. Και τα ρόδια και τα σταφύλια κρέμαγε και τα αποξήραινε. Και αναστέναζε η γιαγιά “Είχαμε εμείς εκεί στην πατρίδα….”

-Τι πήρε η γιαγιά φεύγοντας από την πατρίδα της;

– Άμα σου πω τι πήρε μαζί της που το θυμάμαι… Η γιαγιά, όταν παντρεύτηκε, είχε ένα νυφικό με πολλές ουρές. Μετά το έκανε πάπλωμα. Και μέσα στο πλοίο που το έφερε, το έβρεξε η θάλασσα και θυμάμαι που μας το έδειχνε η γιαγιά και είχε σημάδια από τη θάλασσα.

-Επέστρεψαν ποτέ;

-Ούτε η μάνα ούτε η γιαγιά ξαναπήγαν. Η μάνα μου μού χε πει: “Κόρη εγώ δεν μπόρεσα να πάω. Άμα μπορέσεις εσύ, να πας να φέρεις λίγο χώμα να μου ρίξεις στον τάφο”. Και πήγα και έφερα και της το έριξα.

Ναυσικά

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Up ↑

Αρέσει σε %d bloggers: